- προσεκλογίζομαι
- Αυπολογίζω, λογαριάζω επιπροσθέτως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐκλογίζομαι «υπολογίζω, λογαριάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεκλογιζόμενοι — προσεκλογίζομαι reckon on besides pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)